πρόστυψη

πρόστυψη
η, Ν [προστύφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προστύφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουτεολίνη — Χρωστική που βρίσκεται κυρίως στο φυτό Reseda luteola, της οικογένειας των ρεζεντιδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Έχει σημείο τήξης 329°C, βάφει το βαμβάκι πορτοκαλί ύστερα από πρόστυψη με άλατα αργίλιου και είναι γνωστή ως χρώμα ήδη από… …   Dictionary of Greek

  • φουξίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, συνθετική χρωστική ύλη, που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ενός μίγματος ανιλίνης και τολουϊδίνης και η οποία βάφει κόκκινο το μαλλί, το μετάξι και το βαμβάκι μετά από πρόστυψη με ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αζωλιζαρινοχρώματα — Τεχνητές χρωστικές που βάφουν το μαλλί, μετά από κατεργασία (πρόστυψη). Σπουδαιότερα χρώματα είναι τα εξής: αζωαλιζαρινομπορντό, αζωαλιζαρινοκαρμοϊζίνη, αζωαλιζαρινοκίτρινο, αζωαλιζαρινοπορτοκαλί, αζωαλιζαρινοερυθρό και αζωαλιζαρινομέλαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”